μαργιτομανής

μαργιτομανής
μαργιτομανής, -ές (Α)
αυτός που είναι μανιακός και ανόητος σαν τον Μαργίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μαργίτης + -μανής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαργιτομανία — μαργιτομανία, ἡ (Α) [μαργιτομανής] η μαργίτεία* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”